στενοσόκακο

στενοσόκακο
το см. στενό[ν] 4

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στενοσόκακο" в других словарях:

  • στενοσόκακο — το, Ν στενό σοκάκι, στενορύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + σοκάκι] …   Dictionary of Greek

  • στενοσόκακο — το στενό σοκάκι: Περπάτησε στα στενοσόκακα της Πλάκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπολο — και έμπουλο, το 1. καθένα από τα νήματα που συστρέφονται για να σχηματίσουν το σχοινί 2. μικρός στενός δρόμος, σοκάκι, δρομάκι, στενοσόκακο …   Dictionary of Greek

  • ρυμίον — τὸ, Α [ῥύμη] υποκορ. πολύ στενός δρόμος, στενοσόκακο …   Dictionary of Greek

  • στενορρύμι — το / στενορρύμιον, ΝΑ, και στενορύμι Ν [στενορρύμη] στενός δρόμος, στενό σοκάκι, στενοσόκακο …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»